θρασύδειλος

θρασύδειλος
-η, -ο
θρασύς και δειλός συγχρόνως, αυτός που υποκρίνεται το γενναίο: Μην τον φοβάσαι, είναι θρασύδειλος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θρασύδειλος — impudent coward masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύδειλος — η, ο (ΑΜ θρασύδειλος, ον) θρασύς και δειλός συγχρόνως, δειλός που υποκρίνεται τον γενναίο αρχ. είδος πολύτιμου λίθου. επίρρ... θρασυδείλως με θρασυδειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + δειλός. Το επίρρ. θρασυδείλως μαρτυρείται από το 1891 στην… …   Dictionary of Greek

  • θρασυδείλου — θρασύδειλος impudent coward masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυδείλους — θρασύδειλος impudent coward masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυδείλων — θρασύδειλος impudent coward masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύδειλοι — θρασύδειλος impudent coward masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύδειλον — θρασύδειλος impudent coward masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυδειλία — ἡ [θρασύδειλος] το να είναι κάποιος θρασύδειλος …   Dictionary of Greek

  • δειλοκαταφρονητής — δειλοκαταφρονητής, ο (Α) ο θρασύδειλος …   Dictionary of Greek

  • θερσιτικός — ή, ό θρασύδειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θερσίτης. Για τη σημασία πρβλ. θερσίτειος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”